- επιχάλκωμα
- το, -ατος1. η επένδυση αντικειμένου με χαλκό, η επιχάλκωση, το μπακίρωμα.2. το χάλκινο επικάλυμμα αντικειμένου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιχάλκωμα — το επένδυση ενός αντικειμένου με χαλκό ή ορείχαλκο … Dictionary of Greek
επιχάλκωση — η 1. επιχάλκωμα (βλ. λ.). 2. η επικάλυψη μετάλλινων ή γύψινων αντικειμένων με λεπτό στρώμα χαλκού, η οποία γίνεται με ηλεκτρόλυση, το γαλβάνισμα. 3. το φαινόμενο του σχηματισμού χάλκινου στρώματος στην κάννη των πυροβόλων όπλων. 4. η εργασία για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)